μυθεύομαι

μυθεύομαι
μῡθεύομαι , μυθεύω
to be spoken of
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επιμυθεύομαι — ἐπιμυθεύομαι (Α) διαδίδομαι ως πλαστή διήγηση ἡ φήμη που δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα («τά δ’ ἐπιμυθευόμενα πέπλασται μᾱλλον ὑπὸ τῶν γυναικῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μυθεύομαι «λέγομαι» (< μύθος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”